ἔκφοβος

ἔκφοβος
ἔκφοβος, ον pert. to being intensely afraid, terrified (s. ἐκφοβέω; Aristot., Physiogn. 6 p. 812b, 29; Plut., Fab. 178 [6, 8]) ἔκφοβοι ἐγένοντο they became terrified Mk 9:6; w. ἔντρομος Hb 12:21 (cp. Dt 9:19).—S. Frisk s.v. φέβομαι. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έκφοβος — ἔκφοβος, ον (Α) γεμάτος φόβο, φοβισμένος, τρομαγμένος …   Dictionary of Greek

  • ἔκφοβος — affrighted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφοβον — ἔκφοβος affrighted masc/fem acc sg ἔκφοβος affrighted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκφοβοι — ἔκφοβος affrighted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέκφοβος — ον, Μ αυτός που συντελεί στην πρόκληση φόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκφοβος «γεμάτος φόβο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”