- ἔκφοβος
- ἔκφοβος, ον pert. to being intensely afraid, terrified (s. ἐκφοβέω; Aristot., Physiogn. 6 p. 812b, 29; Plut., Fab. 178 [6, 8]) ἔκφοβοι ἐγένοντο they became terrified Mk 9:6; w. ἔντρομος Hb 12:21 (cp. Dt 9:19).—S. Frisk s.v. φέβομαι. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.